SOP$98289$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

SOP$98289$ - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
SoP; SOP (disambiguation); Sop (disambiguation)

SOP      
n. (computers-internet) aktiveert een superieur kanaal (een gradatie boven AOP maar onder Founder)
oxtail soup         
  • Campbell's Soup ad from 1923 for the product.
  • Korean ''kkori-gomtang''
  • Southern Oxtail Soup
  • Indonesian ''sop buntut''
SOUP MADE WITH BEEF TAILS
Cow's-tail soup; Sop buntut; Sop Buntut; Kkori-gomtang
n. soep gemaakt van ontvelde staart van een rund
standard procedure         
SET OF STEP-BY-STEP INSTRUCTIONS COMPILED BY AN ORGANIZATION TO HELP WORKERS CARRY OUT ROUTINE OPERATIONS
Standard Operating Procedures; Standard procedures; Standard Operating Procedure; General operating procedure; General operating procedures; General Operating Procedures; General Operating Procedure; Standard operating procedures; Standing operating procedure; S.O.P.; Standard procedure
normale werkwijze (algemene, gebruikelijke procedure)

Ορισμός

sop
¦ noun
1. a thing given or done to appease or bribe someone.
2. a piece of bread dipped in gravy, soup, or sauce.
¦ verb (sops, sopping, sopped) (sop something up) soak up liquid.
?archaic soak.
Origin
OE soppian 'dip bread in liquid', sopp (n.), prob. from the base of OE su?pan 'sup'.

Βικιπαίδεια

SOP

Sop, a piece of bread soaked in a liquid, or the verb associated with soaking bread in liquid.

SOP or sop may also refer to: